διαζευκτικοί

διαζευκτικοί
διαζευκτικός
disjunctive
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαζευκτικός — ή, ό αυτός που διαχωρίζει, που διαλύει: Διαζευκτικοί σύνδεσμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”